-
1 συγκαθίστημι
A join in bringing back, τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηράρχων Test. ap. D. 21.168, cf. PSI6.602.8 (iii B.C.).2 join in setting up or establishing, esp. of setting up kings,τὴν τυραννίδα A.Pr. 307
;τὰς μοναρχίας Isoc. 4.125
, cf. Lex ap.And.1.97, Th.8.68, Pl.R. 567b, X.Ages.2.31; help to set in order,ταῦτα Th.4.107
.II in [voice] Pass., and intr. tenses of [voice] Act., go down (into the arena) with another, take one's ground for a contest with any one, σ. τοῖς πολεμίοις εἰς τὴν μάχην, τοῖς ὑπεναντίοις κατὰ πρόσωπον, Plb.11.23.4, 9.3.6;πρός τινα Id.31.12.8
; οἱ συγκαθεστῶτες the contending parties. Id.4.12.6, cf. PTeb.25.10 (ii B.C.);σ. μετὰ συνηγόρων PAmh. 2.33.16
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκαθίστημι
См. также в других словарях:
συγκαθίστημι — Α [καθίστημι] 1. εγκαθιστώ κάτι κάπου μαζί με άλλους («ὑπολειφθεὶς κατέπλευσεν εἰς Πειραιᾱ μόνος καὶ οὐ συγκατέστησε τὸν στόλον μετὰ τῶν ἄλλων τριηραρχῶν», Δημοσθ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («τόν δε τὸν Διὸς φίλον τὸν ξυγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα»,… … Dictionary of Greek